- καραβιώτης
- οαυτός που εργάζεται σε καράβι, ο ναύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κατάλ. -ώτης (πρβλ. δεσμ-ώτης, νησ-ιώτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Nisyros — Gemeinde Nisyros Δήμος Νισύρου (Νίσυρος) … Deutsch Wikipedia
καράβι — Ονομασία διαφόρων μικρών νησιών της Ελλάδας. 1. Νησί της συστάδας των Οθωνών. 2. Νησί που βρίσκεται 3 χλμ. Ν του ακρωτηρίου Κεφάλι της Κέρκυρας. Από μακριά μοιάζει με καράβι που τραβά τη βάρκα του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πρόκειται για… … Dictionary of Greek